λωβοκομείο

λωβοκομείο
το
λεπροκομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωβός «λεπρός» + -κομεῖο (< -κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο-κομείο, νοσο-κομείο. Η λ., στον λόγιο τ. λωβοκομεῖον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”